λαθροπορώ

λαθροπορώ
λαθροπορῶ, -έω (Μ)
1. βαδίζω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
2. μηχανεύομαι κακές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + -πορῶ < -πόρος < πόρος (πρβλ. θαλασσο-πορώ, πεζο-πορώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”